- συμπαθεκτομή
- και συμπαθεκτομία, η, Νιατρ. εκτομή συμπαθητικού νεύρου, νευρικού πλέγματος, γαγγλίου ή τμήματος τού συμπαθητικού στελέχους με σκοπό την πρόκληση τοπικής ή εκτεταμένης αγγειοδιαστολής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sympathectomy < συμπάθεια + εκτομή).
Dictionary of Greek. 2013.